Ο Θεόφιλος είχε το όνειρο που έχουμε όλοι όσοι αγαπάμε το καλό φαγητό και την ποιοτική εξυπηρέτηση. Ένα μαγαζί που θα ξεχώριζε. Και τα είχε καταφέρει, τουλάχιστον στα βασικά. Ο καφές του; Φρεσκοκομμένος και αρωματικός, το άρωμα γέμιζε τον δρόμο. Τα σνακ του; Φτιαγμένα με τις καλύτερες πρώτες ύλες. Το μαγαζί του; Ζεστό, φιλόξενο, με διακόσμηση που σου έλεγε «Μείνε λίγο ακόμα.»

 Όμως, κάτι έλειπε.

 Οι μέρες περνούσαν και οι καρέκλες έμεναν άδειες. Κάθε πρωί ο Θεόφιλος καθόταν στον πάγκο του, κοιτώντας την πόρτα, περιμένοντας τον κόσμο που δεν ερχόταν. Η γειτονιά ήξερε ότι ο καφές του ήταν καλός, αλλά δεν έφτανε. Οι περισσότεροι περνούσαν έξω από το μαγαζί του χωρίς να το προσέξουν. Αντίθετα, το μαγαζί απέναντι – που δεν είχε καν τις μισές γευστικές επιλογές και την ποιότητα του Θεόφιλου – ήταν γεμάτο.

 Ένα πρωί, ένας τουρίστας με χάρτη στο χέρι στάθηκε έξω από την πόρτα του Θεόφιλου. «Εδώ είναι όμορφα,» είπε στη γυναίκα του, «αλλά διαβάζω στο Ίντερνετ ότι απέναντι έχει καλύτερη φάση.» Και έφυγαν.

 Αυτό ήταν το σημείο καμπής. Ο Θεόφιλος κατάλαβε την αλήθεια που τον πονούσε: η ποιότητα δεν φτάνει αν δεν ξέρει ο κόσμος πως υπάρχεις.

Το ίδιο βράδυ, γυρίζοντας σπίτι, έψαξε στο διαδίκτυο τρόπους να διαφημίσει το μαγαζί του. Έπεσε πάνω σε μια φράση που του έμεινε: «Δεν πουλάς αυτό που έχεις. Πουλάς την ιστορία του.» Κάπως έτσι έμαθε για εμάς.

 Με την πρώτη μας συνάντηση, μας είπε με καμάρι:
«Έχω τον καλύτερο καφέ της πόλης. Όμως, για κάποιον λόγο, δεν το βλέπει κανείς.»
Και του απαντήσαμε: «Ο λόγος είναι απλός. Ο κόσμος πάει εκεί που είναι ο κόσμος. Το μαγαζί σου χρειάζεται hype*.» (*hype = δημοσιότητα, θόρυβος, ντόρος)

 Ξεκινήσαμε μαζί. Δημιουργήσαμε τη νέα εικόνα του μαγαζιού του, όχι μόνο μέσα από μια ισχυρή διαδικτυακή παρουσία, αλλά και μέσα από την αφήγηση της δικής του μοναδικής ιστορίας. Κάναμε κάθε φλιτζάνι καφέ, κάθε πιάτο σνακ, να γίνεται μια εμπειρία που αξίζει να μοιραστείς.

 Τα social media του γέμισαν με εντυπωσιακές φωτογραφίες και αληθινά βίντεο, τραβηγμένα στο ίδιο το μαγαζί του. Οι πελάτες άρχισαν να ποστάρουν stories, να βάζουν hashtags, να μοιράζονται το vibe που δημιούργησε ο Θεόφιλος. Το μαγαζί του εμφανιζόταν πρώτο σε κάθε αναζήτηση στο Google. Ξαφνικά, όλοι ήξεραν το όνομα και την τοποθεσία του.

 Μέσα σε μερικές εβδομάδες, ο Θεόφιλος είδε την αλλαγή. Το μαγαζί του γέμισε. Οι πελάτες έρχονταν, όχι μόνο για τον καφέ, αλλά για τη φήμη. Ήθελαν να γίνουν μέρος της ιστορίας.

«Ξέρεις τι με έκανε να σας εμπιστευτώ;» μας είπε μια μέρα. «Ότι δεν μου είπατε πως θα αλλάξουμε το προϊόν μου, αλλά ότι θα το κάνετε να λάμψει.»

 Σήμερα, ο Θεόφιλος δεν έχει χρόνο να κοιτάζει την πόρτα. Είναι απασχολημένος να μιλάει με πελάτες, να δέχεται κομπλιμέντα και να χαμογελάει όταν βλέπει την ουρά έξω από το μαγαζί του.

Η ιστορία του Θεόφιλου μπορεί να γίνει και η δική σου. Γιατί δεν είναι μόνο η ποιότητα που μετράει. Είναι το πώς θα κάνεις τον κόσμο να τη λαχταρήσει. Θέλεις να βάλουμε το μαγαζί σου στο κέντρο της προσοχής; Είμαστε εδώ για να το κάνουμε. Το μόνο που χρειάζεται είναι να πεις το «ναι».

Αληθινή ή όχι η παραπάνω ιστορία; Η απάντηση είναι στο χέρι σου. Κάνε την αρχή εδώ.